- μουγκαμάρα
- ηη βουβαμάρα, η απόλυτη σιωπή: Μετά την καταδικαστική απόφαση έπεσε μουγκαμάρα στην αίθουσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.